επωτίδα

επωτίδα
η (AM ἐπωτίς)
πληθ. επωτίδες
δοκοί που προεξέχουν στις δύο πλευρές τής πρώρας πλοίου για να κρεμιέται η άγκυρα
νεοελλ.
1. προεκβολή ξύλου ή σίδερου στο τοίχωμα πλοίου, όπου στερεώνουν ή κρεμούν αντικείμενα
αρχ.-μσν.
1. λαβή ποτηριού
2. εξάρτημα πετροβόλου μηχανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ους, ωτ-ός + κατάλ. -ις (πρβλ. επ-ωμ-ίς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐπωτίδα — ἐπωτίδες beams projecting like ears on each side of a ship s bows fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επωτίζω — [επωτίδα] σηκώνω την άγκυρα και την κρεμώ στην επωτίδα, καπονιάρω …   Dictionary of Greek

  • επωτίδιος — ο [επωτίδα) αυτός που στερεώνεται στις επωτίδες τού πλοίου …   Dictionary of Greek

  • επωτισμός — ο [επωτίζω] ανάρτηση τής άγκυρας από την επωτίδα, καπονάρισμα …   Dictionary of Greek

  • καπόνι — Κοινή ονομασία ψαριών της οικογένειας των τριγλιδών, της ομοταξίας των ακτινοπτερυγίων, που απαντούν σε όλες τις εύκρατες και τροπικές θάλασσες. Χαρακτηρίζονται από την παρουσία ενός στηθικού πτερυγίου, το οποίο φέρει 2 ή 3 ακτίνες μεγεθυμένες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”